- καταιωρέομαι
- καταιωρέομαι, [voice] Pass.,A hang down,
θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes.Sc.225
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes.Sc.225
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταιωρεῖται — καταιωρέομαι hang down pres ind mp 3rd sg (attic epic) καταιωρέομαι hang down pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατῃωρεῦντο — καταιωρέομαι hang down imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατῃώρησε — καταιωρέομαι hang down aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)